- μπαλέτο
- Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από εκεί πέρασε στη Βόρεια και Νότια Αμερική– του οποίου η προέλευση ανάγεται συνήθως στο μ. ή ballo (χορός), που επινόησε και διεύθυνε το 1489 ο Μπεργκόντσο Μπότα πάνω στο θέμα της συζυγικής αγάπης, και το παρουσίασε στην Τορτόνα στους γάμους του Γκαλεάτσο Σφόρτσα με την Ισαβέλλα της Αραγονίας. Από τότε μέχρι σήμερα το μ. έχει υποστεί βαθιές μεταβολές και τροποποιήσεις, ακολουθώντας και πολλές φορές έχοντας το προβάδισμα στην εξέλιξη του θεάτρου και γενικά του πνευματικού πολιτισμού. Στην πλούσια και πολυσύνθετη ιστορία του μ. είναι δυνατό να διακρίνουμε ορισμένους βασικούς σταθμούς: 1) το αυλικό μπαλέτο, 2) την comedie ballet και την opera ballet, 3) το μ. δράσης, 4) το χορόδραμα, 5) το ρομαντικό μ., 6) το νεώτερο μ.
Το μ. γεννήθηκε, λοιπόν, ως αυλικό θέαμα: ένα είδος κολοσσιαίας αλληγορίας ανάμεικτης με παντομίμα, πρόζα, μουσική, στην οποία ο χορός χρησιμεύει για να συνδέει τις διάφορες σκηνές και τα διάφορα είδη. Από αυτόν τον τύπο μ., που εισήγαγε ο Μπότα, το πιο φημισμένο είναι το Ballet comique de la Royne του 1581, που συνέθεσε και ανέβασε στο Παρίσι ο Μπαλντασάρε Μπαλτατσαρίνι ντα Μπελτζοϊόζο προς τιμήν της Αικατερίνης των Μεδίκων.
Στο δεύτερο μισό του 17ου και στην αρχή του 18ου αι. σημειώνεται η άνοδος της comedie ballet και κατόπιν της opera ballet, που συνδέονται με τη δραστηριότητα στη γαλλική αυλή του μεγάλου συνθέτη και χορογράφου –δηλαδή επινοητή και συντονιστή μπαλέτων– Ζαν Μπατίστ Λουλί και στη συνεργασία του με τον Μολιέρο (για την comedie ballet) και τους Κινό και Κορνέιγ (για την opera ballet): Και στους δυο τύπους θεάματος τα μ. παύουν να αποτελούν παρεμβολή ανάμεσα στη μια πράξη και στην άλλη, και έρχονται να αποτελέσουν μέρος του καθαυτού θεάματος.
Αυτή την περίοδο, ιδίως με την ίδρυση της Βασιλικής Ακαδημίας Χορού (Academie Royale de Danse), αρχίζει στο Παρίσι η διαδικασία κωδικοποίησης του «ακαδημαϊκού χορού» και η δημιουργία του επαγγελματισμού: ενώ δηλαδή μέχρι τότε οι ερμηνευτές ήταν μονάρχες και αυλικοί, στις αρχές του 18ου αι. υπάρχει πια μια σειρά από επαγγελματίες χορογράφους, χορευτές και χορεύτριες (μεταξύ των πιο φημισμένων χορευτριών του 18ου αι. αναφέρονται η Βαρβάρα Καμπανίνι, η λεγόμενη Μπαρμπαρίνα, η Μαρία Άννα ντε Κιπί, η λεγόμενη Καμαργκό, και η Μαρία Σαλέ).
Ο επαγγελματισμός οδήγησε στην αναπόφευκτη υπεροχή της τεχνικής δεξιοτεχνίας και του ακαδημαϊσμού στη χορογραφία. Το μ. έτεινε να γίνει όλο και περισσότερο μια ευκαιρία για επίδειξη της ικανότητας των σολίστ, του πλούτου και της πολυτέλειας της παράστασης. Στην τάση αυτή αντέδρασαν κυρίως ο Ζαν-Ζορζ Νοβέρ και ο Γκασπάρο Αντζολίνι, δύο δραστήριοι χορογράφοι και συγγραφείς πραγματειών στο δεύτερο μισό του 18ου αι., οπαδοί και οι δύο του λεγόμενου μπαλέτου δράσης, στο οποίο ο χορός δεν νοείται πια ως σχόλιο σε μια σκηνική δράση με παντομίμα ή διάλογο, αλλά συνενώνεται με την παντομίμα, διεκδικώντας την ικανότητα να «εκφράσει» και να «αφηγηθεί». Το μ. έγινε έκτοτε τύπος αυτόνομου και πρωτότυπου θεάματος, αυθεντικό χορευόμενο δράμα, που έφτασε σε μέγιστο ύψος και αξία με το έργο ενός μεγάλου Ιταλού χορογράφου, του Σαλβατόρε Βιγκανό.
Με την έλευση του ρομαντισμού, το μ. υπέστη ριζική και αποφασιστική εξέλιξη: γεννιέται το «style aerien» (ανάερο ύφος), συνδεόμενο με τη χρησιμοποίηση της μύτης των ποδιών· θριαμβεύει το ballet blanc με πλήθος συλφίδες, νηρηίδες, αερικά· τελειοποιείται και κωδικοποιείται η παράδοση του ακαδημαϊκού χορού. Με το καινούργιο αυτό μ., που ονομάστηκε ρομαντικό, συνδέθηκε μια μεγάλη οικογένεια Ιταλών χορογράφων και χορευτών, οι Ταλιόνι και κυρίως η Μαρία Ταλιόνι και ο Φίλιππος, ο πατέρας και χορογράφος του περίφημου μ. La Sylphide (1832)· για πρώτη φορά τότε η Ταλιόνι φόρεσε το περίφημο ρομαντικό tutu που από τότε θα ξεχωρίζει το λεγόμενο κλασικό μ., όρος με τον οποίο συνήθως υπαινισσόμαστε σήμερα το ρομαντικό μπαλέτο.
Μεγάλοι δάσκαλοι Ιταλοί και Γάλλοι (ανάμεσά τους οι Κάρλο Μπλάσις, Αρτούρ Σεν Λεόν, Μάριο Πετιπά, και, αργότερα, ο Ενρίκο Τσεκέτι) διαμόρφωσαν καινούργιες γενιές από μεγάλες χορεύτριες του 19ου αιώνα: Φάν Έλσλερ, Φάν Τσερίτο, Καρλότα Γκρίζι και αργότερα οι «βιρτουόζες» Λενιάνι, Τσούκι, Ντελ’ Έρα.
Το μ. είχε γίνει ίσως το πιο δημοφιλές θέαμα της εποχής, ενώ οι χορεύτριες είχαν –όπως οι αστέρες της σύγχρονης οθόνης– τους φανατικούς τους θαυμαστές ή μπαλετομανείς, ικανούς για οποιαδήποτε παράλογη μορφή θαυμασμού και εκτίμησης. Προς το τέλος του αιώνα, το ρομαντικό μ. αποκορυφώνεται σε ομορφιά με την Ωραία Κοιμωμένη και τη Λίμνη των Κύκνων του Μάριο Πετιπά σε μουσική Τσαϊκόφσκι. Ακολούθησε μια περίοδος αβεβαιότητας και ενδιαφερόντων καθαρώς δεξιοτεχνίας ή θεάματος, που συνοψίζονται σε μια σειρά μ.,όπως το Excelsior του Μαντσότι, όπου η σκηνή πλημμυρίζει από εκατοντάδες ερμηνευτές.
Η αντίδραση στο καθαρά δεξιοτεχνικό ή θεαματικό μ. και, κατά την ίδια περίοδο, η εμφάνιση του μοντέρνου μ. συνδέονται με ένα μεγάλο ρωσικό συγκρότημα και τον μεγαλοφυή εμψυχωτή του: τα «Ρωσικά Μπαλέτα» και τον Σεργκέι Ντιαγκίλεφ. Για τον Ντιαγκίλεφ, καθώς έγραψε ο μεγαλύτερος του χορογράφος Μιχαήλ Φοκίν, το μ. είναι ένα θέαμα στο οποίο ο χορός, η μουσική και η ζωγραφική συμβάλλουν στην έκφραση κατά το ίδιο ακριβώς μέτρο και σε απόλυτη ισότητα, δημιουργώντας έτσι μια σύνθεση τριών τεχνών: χορογράφοι, όπως οι Φοκίν, Μασίνε, Μπαλανσίν· ζωγράφοι όπως οι Μπενουά, Πικάσο, Ντερέν· συνθέτες όπως οι Στραβίνσκι, Μιλό, Προκόφιεφ, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού αριστουργηματικών μ. Υπενθυμίζουμε τα μ. Συλφίδες, Πετρούσκα, Τρίκωχο Καπέλο, και μεταξύ των χορευτών τους, τα ονόματα των Άννα Πάβλοβα, Βάσλαβ Νιζίνσκι, Ταμάρα Καρσαβίνα, Λίντια Λοπόκοβα και πολλούς άλλους.
Στην ανανέωση του μοντέρνου μ. συνέβαλε στην αρχή του περασμένου αιώνα η βαθιά επανάσταση του χορού, που ενθαρρύνθηκε από την Ισιδώρα Ντάνκαν, εισηγήτρια του «ελεύθερου χορού) που επηρέασε τις ιδέες του Φοκίν τόσο, ώστε να υποστηρίξει την πλήρη ελευθερία και αυτονομία του χορού έναντι κάθε ακαδημαϊκού περιορισμού. Ο ελεύθερος χορός και ο μοντέρνος αμερικανικός χορός, που προέρχεται από αυτόν, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να επηρεάζουν τους μεγαλύτερους σύγχρονους χορογράφους, κυρίως Αμερικανούς, οι οποίοι, ενώ αγωνίζονται επίσης στο πεδίο του μ., τείνουν ωστόσο να πραγματοποιήσουν μια σύνθεση από τα δύο είδη χορού. Μεταξύ των συγκροτημάτων μ. και των πιο διάσημων χορευτών της νεταπολεμικής εποχής συγκαταλέγονται, στη Μεγάλη Βρετανία το Royal Ballet, με την άφταστη πρώτη χορεύτρια του Μαργκότ Φοντέιν, και, από το 1962, με τον συγχορευτή της Ρούντολφ Νουρέγιεφ· στη Γαλλία το μ. της Όπερας, το Grande Ballet του Μαρκησίου ντε Κουέβας, τα «Μπαλέτα του 20ού αι. του Μορίς Μπεζάρ και τους χορευτές Νίνα Bιρούμποβα, Βιολέτ Βερντι, Σέργιο Γκολοβί, Σέργιο Λιφάρ και Πέτερ Βαν Ντίικ· στις Hνωμένες Πολιτείες το New York City Ballet, το Αmerican Ballet και τα Ballets U.S.A. (διευθυντής ο Τζ. Ρόμπινς) με τους Μελίσα Χέιντε, Αντρέ Εγκλέσκι, Λούπε Σεράνο και Έντουαρντ Βιλιέλια· στη Δανία το Βασιλικό Μπαλέτο της Δανίας, με τη Μαργκρέτε Σάνε και τον Φλέμινγκ Φλιντ· στην Ιταλία το συγκρότημα της Σκάλας του Μιλάνου, με την Κάρλα Φράτσι και τον Μάριο Πιστόνι· στη Ρωσία τα συγκροτήματα του θεάτρου Μπολσόι της Μόσχας και το θεάτρου Μαρίινσκι-Κίροφ της Αγίας Πετρούπολης με την Γκαλίνα Ουλάνοβα, τη Μάγια Πλισέσκαγια, τη Αικατερίνη Μαξίμοβα, τον Κονσταντίν Σεργκέγεφ και τον Γιούρι Σολόβιεφ.
Η διάσημη Ρωσίδα χορεύτρια Μάγια Πλισέτσκαγια, κατά τη διάρκεια παράστασης στο θέατρο Μπολσόι της Μόσχας.
Σκηνή από τη «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι, από παράσταση στο Λονδίνο.
Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ σε αυλικό μπαλέτο.
«Η τάξη του χορού», πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Εντγκάρ Ντεγκά, εμπνευσμένος από μαθήματα μπαλέτου σε παρισινή σχολή χορού (Μουσείο του Εμπρεσιονισμού, Παρίσι).
Σκηνή από παράσταση του μπαλέτου της Σκάλας του Μιλάνου, στο έργο «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Στραβίνσκι.
Σκηνή από την παράσταση του έργου «Ίκαρος» από το μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού, σε χορογραφία του Λιφάρ και σκηνογραφία του Πικάσο.
* * *το1. είδος σκηνικής παράστασης με χορό, ως κύριο στοιχείο της, μουσική και παντομίμα2. είδος καλλιτεχνικού χορού με διάφορες «φιγούρες»3. μουσική σύνθεση για παρόμοια παράσταση4. καλλιτεχνικό συγκρότημα, θίασος εκτελεστών παρόμοιας παράστασης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balletto, υποκορ. τού ballo «χορός» (πρβλ. και λ. μπάλος) λατ. ballo, -āre «χορεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.